μακροκέφαλοι

μακροκέφαλοι
μακροκέφαλος
long-headed
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Palaephatus — (Παλαιφατος) is the name of four literary persons in Suidas, who, however, seems to have confounded different persons and writings. Palaephatus of Athens Palaephatus of Athens, an epic poet, to whom a mythical origin was assigned. According to… …   Wikipedia

  • МАКРОКЕФАЛЫ —    • Macrocephăli,          Μακροκέφαλοι и Macrōnes, Μάκρωνες, могущественный народ, живший по южному берегу Понта Эвксинского, на северо востоке от Понта, соседи кольхов и мосинэков. Страбон (12, 548) считает их за позднейших саннов. Они были… …   Реальный словарь классических древностей

  • μακροκέφαλος — η, ο (Α μακροκέφαλος, ον) νεοελλ. ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία αρχ. 1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά τής Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως… …   Dictionary of Greek

  • μακρόκρανοι — μακρόκρανοι, οἱ (Α) οι μακροκέφαλοι, αυτοί που έχουν μακρύ κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + *κρᾶνον (πρβλ. δορύ κρανος, ελαφό κρανος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”